κερδαλέος

κερδαλέος
κερδαλέος
crafty
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… …   Dictionary of Greek

  • κερδαλεώτερον — κερδαλέος crafty adverbial comp κερδαλέος crafty masc acc comp sg κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc comp sg κερδαλέος crafty masc acc sg (ionic) κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεώτατον — κερδαλέος crafty masc acc superl sg κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc superl sg κερδαλέος crafty masc acc sg (ionic) κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεώτατα — κερδαλέος crafty adverbial superl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc superl pl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλέα — κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl κερδαλέᾱ , κερδαλέος crafty fem nom/voc/acc dual κερδαλέᾱ , κερδαλέος crafty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεωτάτη — κερδαλέος crafty fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) κερδαλέος crafty fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεώτατοι — κερδαλέος crafty masc nom/voc superl pl κερδαλέος crafty masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεώτερα — κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc comp pl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεώτεροι — κερδαλέος crafty masc nom/voc comp pl κερδαλέος crafty masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεώτερος — κερδαλέος crafty masc nom comp sg κερδαλέος crafty masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”